- εἱλισσόμενα
- ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres part mp neut nom/voc/acc pl (ionic)εἱλίσσωpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἱλισσομένα — εἱλισσομένᾱ , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) εἱλισσομένᾱ , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) εἱλισσομένᾱ , εἱλίσσω pres part mp fem nom/voc/acc dual εἱλισσομένᾱ , εἱλίσσω pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλισσομένας — εἱλισσομένᾱς , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part mp fem acc pl (ionic) εἱλισσομένᾱς , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part mp fem gen sg (doric ionic aeolic) εἱλισσομένᾱς , εἱλίσσω pres part mp fem acc pl εἱλισσομένᾱς , εἱλίσσω pres part mp fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek